- λαμπηδόνα
- λαμπηδόνα, η και λαμπιδούσα, η1. μυθικό φυτό που λαμπυρίζει τη νύχτα.2. λάμψη, ακτινοβολία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαμπηδόνα — η (AM λαμπηδών, όνος) λάμψη, ακτινοβολία, στιλπνότητα («ἐνέπλησαν αὐγῆς σιδήρου καὶ λαμπηδόνος χαλκοῡ τὸ πεδίον», Πλούτ.) νεοελλ. μυθικό φυτό με θαυματουργές ιδιότητες το οποίο είναι αφανές κατά την ημέρα και φωτεινό κατά τη νύχτα αρχ.… … Dictionary of Greek
λαμπηδόνα — λαμπηδών lustre fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπηδούσα — και λαμπιδούσα η το φυτό λαμπηδόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. λαμπηδόνα* και σχηματίστηκε με επίθημα ούσα κατά το βρομούσα] … Dictionary of Greek
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek
λαμπηδών — λαμπηδών, όνος, ἡ (AM) βλ. λαμπηδόνα … Dictionary of Greek
στιλβότης — ητος, ἡ, ΜΑ [στιλβός] η ιδιότητα τού στιλβού, στιλπνότητα («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν λαμπηδόνα ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.) … Dictionary of Greek